- πλουσιακος
- πλουσιακόςπλουσιᾰκός3относящийся к богачам или касающийся богачей
(δρᾶμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δρᾶμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλουσιακός — ή, όν, Α [πλούσιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλούσιο, που είναι χαρακτηριστικός τού πλούσιου ανθρώπου … Dictionary of Greek
πλουσιακόν — πλουσιακός peculiar to a rich man masc acc sg πλουσιακός peculiar to a rich man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιακῆς — πλουσιακός peculiar to a rich man fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)